ἀσύννοος
From LSJ
English (LSJ)
ον, contr. ἀσύν-νους, ουν, thoughtless, ἀργία Pl.Sph.267d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύννοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ μὴ σὺν νῷ, συγκεχυμένος, Πλάτ. Σοφ. 267D.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύννοος: стяж. ἀσύννους 2 необдуманный, неразумный Plat.