μιξάνθρωπος

Revision as of 04:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, half man half brute, Them.Or.23.284a, Lib.Or.59.30.

German (Pape)

[Seite 188] ὁ, mit Menschengestalt gemischt, Halbmensch, Themist. or. 23 p. 284 a.

Greek (Liddell-Scott)

μιξάνθρωπος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ἄνθρωπος καὶ κατὰ τὸ ἥμισυ κτῆνος, Θεμίστ. 284Α, πρβλ. Λιβάν. 3. 282.

Greek Monolingual

μιξάνθρωπος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το ήμισυ θηρίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ἄνθρωπος.