μιξάνθρωπος

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξάνθρωπος Medium diacritics: μιξάνθρωπος Low diacritics: μιξάνθρωπος Capitals: ΜΙΞΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: mixánthrōpos Transliteration B: mixanthrōpos Transliteration C: miksanthropos Beta Code: mica/nqrwpos

English (LSJ)

μιξάνθρωπον, half man half brute, Them.Or.23.284a, Lib.Or.59.30.

German (Pape)

[Seite 188] ὁ, mit Menschengestalt gemischt, Halbmensch, Themist. or. 23 p. 284 a.

Greek (Liddell-Scott)

μιξάνθρωπος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ἄνθρωπος καὶ κατὰ τὸ ἥμισυ κτῆνος, Θεμίστ. 284Α, πρβλ. Λιβάν. 3. 282.

Greek Monolingual

μιξάνθρωπος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το ήμισυ θηρίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ἄνθρωπος.