εὐηλάκατος

Revision as of 13:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ᾰκ], Aeol. εὐᾱλ-, ον, possessing a fine distaff, of women, Theoc.28.22.

German (Pape)

[Seite 1067] mit schöner Spindel, Theocr. 28, 22; nach Hesych. auch mit schönem Pfeil, d. i. ein guter Schütze.

Russian (Dvoretsky)

εὐηλάκατος: = εὐᾱλάκατος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐηλάκᾰτος: Δωρ. εὐᾱλάκατος, ον, καλῶς νήθων, κλώθων, ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 28. 22.

Greek Monolingual

εὐηλάκατος, -ον (αιολ. τ. εὐαλάκατος) (Α)
(για γυναίκα) αυτή που έχει ωραία ηλακάτη, ρόκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηλακάτη «ρόκα»].

Greek Monotonic

εὐηλάκᾰτος: Δωρ. εὐᾱλακ-, -ον, αυτός που γνέθει καλά, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

spinning well, Theocr.