ηλακάτη
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
Greek Monolingual
η (AM ἠλακάτη και ἠλεκάτη, Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. ἀλακάτα)
1. επιμήκης ράβδος στο άκρο της οποίας προσδένεται η τούφα του μαλλιού ή του βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η ρόκα
2. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν στις θερμές θάλασσες του Ατλαντικού
αρχ.
1. καθετί που μοιάζει με ρόκα, π.χ. το τμήμα του καλαμιού ή του σταχιού από το ένα εξόγκωμα ώς το άλλο, καλάμι, καλαμοκάνι
2. είδος μηχανήματος με το οποίο ανασύρονταν από τη θάλασσα δίχτια ή άλλα αντικείμενα, αλλ. όνος
3. βέλος κατασκευασμένο από καλάμι, αδράχτι, άτρακτος
4. το ανώτατο τμήμα του ιστού, του καταρτιού, πάνω από το θωράκιο, το οποίο έχει διόγκωση με τρύπα, απ' όπου διέρχεται η υπέρα της κεραίας
4. (κατά τον Ησύχ.) «ηλακάτη
δόναξ (καλάμι)
ομοίως και πολυηλάκατα τά τών ποταμών χείλη
ἔνιοι δέ κοινώς τά γόνατα έχοντα, ώς στάχυν, κάλαμον»
5. ο αστερισμός Κόμη της Βερενίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι προσπάθειες να συνδεθεί η λ. με τα λιθ. lenktuvas, lanktis «ανέμη, τυλιγάδι» και το άρμ. il, γεν. iloy χωλαίνουν από μορφικής κυρίως απόψεως. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνειο μικρασιατικής προέλευσης, άποψη η οποία προσκρούει στην ύπαρξη μυκηναϊκού τ. a-ra-ka-te-ja «κλώστριες» (;), που αποτελεί τεκμήριο παλαιότητάς της λ. Αβέβαιη, τέλος, είναι και η σχέση της με το ηλακατήν, -ήνος (ονομασία ψαριού).
ΠΑΡ. αρχ. ηλάκατα, ηλακάτιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. χρυσηλάκατος.