δίσκηπτρος

Revision as of 13:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, two-sceptred, τιμή, of the Atridae, A.Ag.43 (anap.).

Spanish (DGE)

-ον de doble cetro, δίθρονος ... καὶ δ. τιμή A.A.42.

German (Pape)

[Seite 642] τιμή, zwei Reiche beherrschend, von den Atriden, Aesch. Ag. 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au double sceptre.
Étymologie: δίς, σκῆπτρον.

Russian (Dvoretsky)

δίσκηπτρος: двускипетрный (τιμὴ Ἀτρείδαιν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δίσκηπτρος: -ον, δύο σκῆπτρα ἔχων· ἐπὶ τῶν Ἀτρειδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 43· πρβλ. δίθρονος, δικρατής.

Greek Monolingual

δίσκηπτρος, -ον (Α)
δίθρονος, δικρατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + σκήπτρον].

Greek Monotonic

δίσκηπτρος: -ον (σκῆπτρον), αυτός που έχει δύο σκήπτρα, δίθρονος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δί-σκηπτρος, ον adj σκῆπτρον
two-sceptred, Aesch.