βραχύστομος
English (LSJ)
ον, with narrow mouth, λιμήν Str.14.1.24; ἀγγεῖα Plu.2.47e.
Spanish (DGE)
-ον
de boca estrecha λιμήν Str.14.1.24, ἀγγεῖα Plu.2.47e, ὀπαί Hld.8.16.4.
German (Pape)
[Seite 462] mit enger Mündung, λιμήν Strab. XIV, 641; ἀγγεῖον Plut. de audit. 10 M.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à bouche ou à ouverture étroite.
Étymologie: βραχύς, στόμα.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχύστομος: с узким отверстием или горлом (ἀγγεῖον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βραχύστομος: -ον, ὁ ἔχων στενόν, μικρὸν στόμα, Στράβων 641, Πλούτ. 2. 47Ε.
Greek Monolingual
βραχύστομος, -ον (Α)
(για λιμάνι) με στενό στόμιο ή στενή είσοδο.