λιμάνι

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

το
1. λιμένας
2. (κατ' επέκτ.) παραθαλάσσια εμπορική πόλη με λιμάνι
3. ασφαλές καταφύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < τουρκ. liman < αρχ. λιμένιον, υποκορ. του λιμήν.