ἀκαιρολόγος

Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, unseasonable prater, Ph.2.268, Eust.208.38.

Spanish (DGE)

-ον charlatán inoportuno Ph.2.268, Eust.208.38.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαιρολόγος: -ον, ὁ ὁμιλῶν, φλυαρῶν ἀκαίρως, Φίλων 2. 268, Εὐστ. 208. 38.

Greek Monolingual

ο, η (Α ἀκαιρολόγος, -ον)
αυτός που μιλά σε ακατάλληλες περιστάσεις, ο φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + -λογος < λέγω.
ΠΑΡ. ακαιρολογία
μσν.- νεοελλ.
ακαιρολογώ].

German (Pape)

zur Unzeit sprechend, Phot.