ακαιρολογώ

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

(Μ ἀκαιρολογῶ, -έω) ἀκαιρολόγος
μιλώ σε ακατάλληλες περιστάσεις φλυαρώ, μωρολογώ.