Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Full diacritics: φερνάριον | Medium diacritics: φερνάριον | Low diacritics: φερνάριον | Capitals: ΦΕΡΝΑΡΙΟΝ |
Transliteration A: phernárion | Transliteration B: phernarion | Transliteration C: fernarion | Beta Code: ferna/rion |
τό, Dim. of sq., BGU1052.10, 1101.18, etc. (i B. C.).
τὸ, Α
υποκορ. μικρή, ασήμαντη προίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φερνή «προίκα» + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. θηκάριον, πλοιάριον)].