θαλασσοκράμβη

Revision as of 23:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, sea cabbage, sea kale, Gp.12.1.1, Gal.6.354.

German (Pape)

[Seite 1183] ἡ, u. θαλασσόκραμβον, τό, Meerkohl, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσοκράμβη: ἡ, κράμβη φυομένη παρὰ τὴν θάλασσαν, Γεωπ. 12. 1, 1.

Greek Monolingual

θαλασσοκράμβη, ή (AM)
είδος κράμβης που φύεται κοντά στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + κράμβη «λάχανο»].