θαλασσοκράμβη
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
ἡ, sea cabbage, sea kale, Gp.12.1.1, Gal.6.354.
German (Pape)
[Seite 1183] ἡ, u. θαλασσόκραμβον, τό, Meerkohl, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
θαλασσοκράμβη: ἡ, κράμβη φυομένη παρὰ τὴν θάλασσαν, Γεωπ. 12. 1, 1.
Greek Monolingual
θαλασσοκράμβη, ή (AM)
είδος κράμβης που φύεται κοντά στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + κράμβη «λάχανο»].