οἰνοπέπαντος
English (LSJ)
ripe for wine-making, βότρυς ib. 6.232 (Crin.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le vin mûrit dans la grappe.
Étymologie: οἶνος, πεπαίνω.
German (Pape)
βότρυς, Traube, in der der Wein gereift ist, Crinag. 6 (VI.232).
Russian (Dvoretsky)
οἰνοπέπαντος: созревший для винодельческой обработки, т. е. зрелый (βότρυς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοπέπαντος: ὥριμος πρὸς παραγωγὴν οἴνου, βότρυς Ἀνθ. Π. 6. 232.
Greek Monolingual
οἰνοπέπαντος, -ον (Α)
(για σταφύλι) ώριμος για παραγωγή οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πεπαίνω «μαλακώνω, ωριμάζω»].
Greek Monotonic
οἰνοπέπαντος: (πεπαίνω), σταφύλι ώριμο για παραγωγή κρασιού, σε Ανθ.