στηλοῦχος

Revision as of 14:02, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

dub. l. in Epigr.Gr.214.7 (Rhenea): v. σταλ-.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σταλοῦχος, -ον, Α
αυτός που έχει στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -οῦχος (< ἔχω)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στηλοῦχος -ον, Dor. στᾱλοῦχος [στήλη, ἔχω] met een gedenksteen.