στηλοῦχος

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηλοῦχος Medium diacritics: στηλοῦχος Low diacritics: στηλούχος Capitals: ΣΤΗΛΟΥΧΟΣ
Transliteration A: stēloûchos Transliteration B: stēlouchos Transliteration C: stiloychos Beta Code: sthlou=xos

English (LSJ)

dub. l. in Epigr.Gr.214.7 (Rhenea): v. σταλοῦχος (having a stele).

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σταλοῦχος, -ον, Α
αυτός που έχει στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -οῦχος (< ἔχω)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στηλοῦχος -ον, Dor. στᾱλοῦχος [στήλη, ἔχω] met een gedenksteen.