ἀποκοπτέον
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
one must hew off, χεῖρα Ph.1.668, cf. Paul.Aeg.6.74.
Spanish (DGE)
hay que cortar χεῖρα Ph.1.668, τοὺς πόδας Paul.Aeg.6.74.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκοπτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποκόπτω, πρέπει τις νὰ ἀποκόψῃ, Φίλων 1. 668.