ἀνεγχώρητος

Revision as of 13:14, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, impossible, Sch.Hermog. in Rh.7.135 W.

Spanish (DGE)

-ον
imposible ἀδύνατον καὶ ἀνεγχώρητον ποιεῖν τι τὸν υἱόν, ὧν οὐ ποιεῖ ὁ Πατήρ Gr.Naz.M.36.116C, cf. Hsch., Sch.Hermog. en Rh.7.135.

German (Pape)

[Seite 220] unzulässig, unmöglich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεγχώρητος: -ον, ἀνένδεκτον καὶ ἀνεγχώρητον, ὃ οὐκ ἐνδέχεται γίνεσθαι καὶ ὃ οὐκ ἐγχωρεῖ γίνεσθαι, ἀδύνατον, Γρηγ. Ναζ., Ἀθανάσ., Ρήτορες τόμ. 7. σ. 135. 25, ἔκδ. Walz. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀνεγχώρητον· ἀμήχανον».

Greek Monolingual

ἀνεγχώρητος, -ον (Α)
1. εκείνος που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί, ανέφικτος
2. απαράδεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εγχωρώ «καθιστώ δυνατόν, επιτρέπω»].