χαιρετιστικός
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ή, όν, Sch.rec.A.Pers.l.c.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χαιρετιστικός, -ή, -όν, ΝΜ χαιρετισμός
αυτός που αναφέρεται στον χαιρετισμό, που γίνεται για να δηλώσει χαιρετισμό.