ἔκκρουστος

Revision as of 19:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ον, beaten out, embossed, A.Th.542.

Spanish (DGE)

-ον
abultado, en relieve, repujado λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμας de la Esfinge en un escudo, A.Th.542.

German (Pape)

[Seite 765] herausgeschlagen, von getriebener Arbeit, Aesch. Spt. 524.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
repoussé, travaillé en relief.
Étymologie: ἐκκρούω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκκρουστος: изображенный в виде рельефа, чеканной работы (δέμας, sc. Σφιγγός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκρουστος: -ον, ἀποκρουσθείς: ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 542, φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἔκτυπος.

Greek Monolingual

ἔκκρουστος, -ον (AM)
έκτυπος, ανάγλυφος.

Greek Monotonic

ἔκκρουστος: -ον, αυτός που έχει δεχτεί χτυπήματα, που έχει αποκρουσθεί, ανάγλυφος, σφυρήλατος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἔκκρουστος, ον
beaten out, embossed, Aesch.