σφυρήλατος

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφῡρήλᾰτος Medium diacritics: σφυρήλατος Low diacritics: σφυρήλατος Capitals: ΣΦΥΡΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: sphyrḗlatos Transliteration B: sphyrēlatos Transliteration C: sfyrilatos Beta Code: sfurh/latos

English (LSJ)

σφυρήλατον, (σφῦρα, ἐλαύνω)
A wrought with the hammer, σίδηρος, πέδαι, A.Th.816, Pers.747 (troch.).
2 of statues, opp. to those of cast metal (χωνευτά (, εἰκὼ χρυσέην σ. ἐποιήσατο Hdt.7.69; Παλλὰς χρυσῆ σ. AP14.2, cf. Str.8.6.20, D.S.18.26, etc.; σ. οἷα κολοσσός Theoc.22.47, cf. Epigr. ap. Phot. s.v. Κυψελιδῶν ἀνάθημα; σ. ἐν Ὀλυμπίᾳ στάθητι Pl.Phdr.236b.
II metaph., wrought as of iron, σ. ἀνάγκαι Pi.Fr.207; σ. φιλία Plu.2.65b; σ. νοῦς, like Homer's πυκινὸς νόος, ib.408e,511b; σ. λόγος Luc.Dem.Enc.14.

German (Pape)

[Seite 1052] mit dem Hammer getrieben, gearbeitet, gehämmert, geschmiedet; bes. von getriebenen Metallarbeiten im Gegensatz zu den gegossenen; σίδηρος, Aesch. Spt. 798; πέδαι, Pers. 733; Her. 7, 69; σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπίᾳ στάθητι, Plat. Phaedr. 236 b; κολοσσός, Ep. ad. 193 (App. 135); übertr., ἀνάγκαι Pind. frg. 223, dicht, fest, dauerhaft, φιλία Plut. discr. ad. et am. 35, σφ. νοῦς, ein gediegener Geist; vom schriftlichen Ausdrucke, gedrängt, gedankenreich, de Pyth. or. 29; λόγος Luc. Dem. enc. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 étendu ou allongé sous le marteau, travaillé au marteau, martelé ; τὸ σφυρήλατον travail au repoussé;
2 compact, serré, ferme, solide.
Étymologie: σφῦρα, ἐλαύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφῡρήλᾰτος -ον [σφῦρα, ἐλαύνω] met de hamer gedreven:; πέδαις σφυρηλάτοις met gehamerde boeien Aeschl. Pers. 747; spec. van standbeelden:; εἰκὼ χρυσέην σφυρήλατον ἐποιήσατο hij had een in goud gedreven beeld laten maken Hdt. 7.69.2; overdr.: doortimmerd:. σφυρήλατον παρεῖχεν τὸν λόγον hij maakte zijn betoog hecht doortimmerd [Luc.] 58.14.

Russian (Dvoretsky)

σφῡρήλᾰτος:
1 обработанный молотом, кованый (σίδηρος Aesch.);
2 чеканной работы, чеканный (εἰκών Her.; Παλλὰς χαλκῆ Anth.);
3 перен. железный, нерушимый, непоколебимый (ἀνάγκαι Pind.; φιλία Plut.; λόγος Luc.);
4 солидный, основательный (νοῦς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σφῡρήλᾰτος: -ον, (σφῦρα, ἐλαύνω) κατειργασμένος διὰ τῆς σφύρας, σίδηρος, πέδαι Αἰσχύλ. Θήβ. 816, Πέρσ. 747. 2) μάλιστα ἐπὶ ἀγαλμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κατεσκευασμένα ἐκ χυτοῦ μετάλλου (χωνευτά), εἰκὼ χρυσέην σφυρ. ἐποιήσαντο Ἡρόδ. 7. 69 Παλλὰς χαλκῆ σφ. Ἀνθ. Π. 14. 2, πρβλ. Στράβ. 378, Διόδ. 18. 26, κλπ.· σφ. οἷα Κολοσσὸς Θεόκρ. 22. 47, πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 35· σφ. ἐν Ὀλυμπίᾳ σταθῆναι Πλάτ. Φαῖδρ. 236Β. ΙΙ. μεταφορ., ὡς εἰ ἐκ σιδήρου, ἀνάγκαι σφ. Πινδ. Ἀποσπ. 223· σφ. φιλία Πλούτ. 2. 65Α· σφ. νοῦς, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου πυκινὸς νόος, αὐτόθι 408Ε, 511Β· σφ. λόγος Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 15.

English (Slater)

σφῠρήλατος, -ον hammered fig. σφυρηλάτοις ἀνάγκαις fr. 207.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο / σφυρήλατος, -ον, ΝΜΑ
(για μέταλλα) αυτός που έχει σφυρηλατηθεί, που έχει υποστεί κατεργασία με σφυρηλασία
αρχ.
1. μτφ. α) αυτός που είναι τόσο σκληρός ή τόσο στερεός σαν να έχει συγκροτηθεί από σίδηρο (α. «φιλίαν... σφυρήλατον», Πλούτ. β. «πυκνὸν καὶ σφυρήλατον νοῦν», Πλούτ.)
β) (για λόγο) ο περιεκτικός σε νοήματα, πυκνός («ἔμψυχον καὶ σφυρήλατον παρεῖχε τὸν λόγον», Λουκιαν.)
2. χαρακτηρισμός ανδριάντων και αγαλμάτων, σε αντιδιαστολή με τα χυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + -ήλατος (< (ελαύνω), πρβλ. χαλκ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
(II)
-ον, Α
(για ελέφαντα που κολυμπά) αυτός που κινείται στηριζόμενος στα σφυρά τών ποδιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. χαλκ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

σφῡρήλατος: -ον (ἐλαύνω),·
I. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με σφυρί, αντίθ. προς το χυτό, λιωμένο μέταλλο (χωνευτός), σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. μεταφ., κατειργασμένος όπως να ήταν από σίδερο, τραχύς, σκληρός, άκαμπτος, σε Λουκ.

Middle Liddell

σφῡρ-ήλᾰτος, ον, ἐλαύνω
I. wrought with the hammer, beaten out, as opp. to cast metal (χωνευτόσ), Hdt., Aesch., etc.
II. metaph. wrought as of iron, rigid, Luc.

English (Woodhouse)

hammered, wrought by the hammer, wrought with the hammer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)