προσεπιπέμπω

Revision as of 16:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

send to besides, λογοθέτας Procop.Arc.18.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιπέμπω: ἐπιπέμπω προσέτι, Προκοπ. Ἀνέκδ. σ. 54Β.

Greek Monolingual

Μ ἐπιπέμπω
αποστέλλω επίσης, στέλνω επί πλέον («τοὺς λογοθέτας προσεπιπέμπω», Προκ.).