ἐπιπέμπω
English (LSJ)
A pf. -πέπομφα POxy.743.30 (i A.D.):—send after or again, ἀγγελίας, ἀγγέλους ἐ., c.inf., Hdt.1.160,4.83 (nisi leg.περι-).
2. send to, τοὺς ὁριστὰς ἐπιπέμψαι ὁρίσαι τὰ ἱερά IG12.94; of the gods, send upon or to, (ὄνειρον) Hdt.7.15; χάριν Pi.Fr.75.2 (tm.); ἔρως τινί Pl.Phdr.245b (Pass.); esp. by way of punishment, send upon or against, let loose upon, generally of the gods, γένναν ἃν.. Ἅιδας Καδμείοις ἐ. E.Ph.811 (lyr.); δέη καὶ κινδύνους τινί Lys.6.20; δεσμοὺς καὶ θανάτους Pl.Cri.46c; ἀνάγκην τινά Id.Phd.62c; τισὶ πλῆθος ἄρκων LXX Wi.11.17; send against, κατασκόπους τοῖς Ῥωμαίοις App.Pun. 39; τῇ Καρχηδόνι τινά prob.ib.49, cf. Hdn.3.3.4.
II. send besides, ἄλλην στρατιάν Th.7.15; πρὸς τὸ στράτευμα ὠφελίαν ἄλλην Id.6.73.
2. send by way of supply, σιτία Ar.Ec.235, cf.Plb.6.15.4; digested food, etc., to various parts of the body, Gal.6.301,427,15.112.
German (Pape)
[Seite 968] hinschicken, zuschicken; ἄλλην στρατιάν Thuc. 7, 15; πρὸς τὸ στράτευμα ἄλλην ὠφέλειαν 6, 73; σιτία Ar. Eccl. 236, wie χορηγίαν στρατοπέδοις, nachsenden, Pol. 6, 15, 4; ἀγγελίας, zusenden, Her. 1, 160; ὄνειρον 7, 15; bes. von Unglück und Widerwärtigkeiten, δεσμοὺς καὶ θανάτους ἐπιπέμπουσα Plat. Crit. 46 c; πρὶν ἀνάγκην τινὰ ὁ θεὸς ἐπιπέμψῃ Phaed. 62 c; θεὸς δέη καὶ κινδύνους τοῖς ἠσεβηκόσι Lys. 6, 20; πρεσβῦτις ἀνθρώποις ὑπὸ γυναικὸς ἐπιπεμφθεῖσα, über den Hals geschickt, 1, 15, wo aber Bekker ὑποπ. hat; u. so später noch von Soldaten, ταῖς πόλεσιν ἐπιπέμπειν, gegen sie schicken, Hdn. 3, 3, 5; ähnl. τρεῖς κατασκόπους τοῖς Ῥωμαίοις App. Pun. 39.
French (Bailly abrégé)
1 envoyer en outre ou encore;
2 envoyer vers ou contre.
Étymologie: ἐπί, πέμπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπέμπω:
1 (еще, также) слать, посылать (ἀγγελίας Her.; ὠφελίαν πρὸς τὸ στράτευμα Thuc.; σιτία Arph.; τοῖς συμμάχοις τὰς βοηθείας Plut.);
2 (еще), ниспосылать, даровать, (χάριν Pind. - in tmesi);
3 (еще), насылать (ὄνειρον Her.; κινδύνους τινί Lys.; δεσμοὺς καὶ θανάτους Plat.);
4 (об убийцах), подсылать (τινά τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπέμπω: στέλλω κατόπιν ἢ πάλιν, ἀγγελίας, ἀγγέλους ἐπ., μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 160., 4. 83. 2) ἐπὶ τῶν θεῶν, πέμπω εἴς τινα, ὄψιν ὁ αὐτ. 7. 15· χάριν Πινδ. Ἀποσπ. 45· ἔρωτά τινι Πλάτ. Φαῖδρ. 245Β· ἀλλ’ ἰδίως ὡς ποινήν, πέμπω κατ’ ἐπάνω ἢ ἐναντίον τινός, Λατ. immittere, τὰν ὁ κατὰ χθονὸς Ἅιδας Καδμείοις ἐπιπέμπει Εὐρ. Φοίν. 811· κινδύνους τινὶ Λυσ. 105. 9· δεσμοὺς καὶ θανάτους Πλάτ. Κρίτων 46C· ἀνάγκην τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 62C· ἀποστέλλω ἐναντίον, τινὶ Ἀππ. Καρχηδ. 49. ΙΙ. στέλλω προσέτι, ἄλλην στρατιὰν Θουκ. 7. 15· πρὸς τὸ στράτευμα ἄλλην ὠφέλειαν ὁ αὐτ. 6. 73. 2) στέλλω χορηγῶν ἢ προμηθεύων, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 235, πρβλ. Πολύβ. 6. 15, 4.
English (Slater)
ἐπῐπέμπω bestow ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί fr. 75. 2.
Spanish
Greek Monolingual
επιπέμπω (Α) πέμπω
1. στέλνω ξανά ή κατόπιν («ἐπιπέμποντος τοῦ Μαζάρεος ἀγγελίας... παρεσκευάζοντο», Ηρόδ.)
2. στέλνω σε κάποιον («εἰ ὦν θεός ἐστι ὁ ἐπιπέμπων», Ηρόδ.)
3. (για ποινή από τους θεούς) στέλνω πάνω σε κάποιον, εναντίον κάποιου («δεσμοὺς καὶ θανάτους ἐπιπέμπειν», Πλάτ.)
4. στέλνω επιπλέον («ἄλλην στρατιὰν μὴ ἐλάσσω ἐπιπέμπειν καὶ πεζὴν και ναυτικήν», Θουκ.)
5. στέλνω ως χορηγός ή προμηθευτής («εἶτα σιτία τίς τῆς τεκούσης θᾶττον ἐπιπέμψειεν ἄν;», Αριστοφ.)
6. ιατρ. δίνω τροφή στο σώμα για να ενισχύσω κάποια λειτουργία του.
Greek Monotonic
ἐπιπέμπω: μέλ. -ψω,
1. στέλνω, αποστέλλω κατόπιν ή ξανά, λέγεται για αγγελίες, μηνύματα, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για τους θεούς, στέλνω σε ή προς, στον ίδ.· ιδίως ως τρόπος, μέθοδος τιμωρίας, ποινής, στέλνω κατά πάνω ή εναντίον, εξαπολύω εναντίον, σε Ευρ., Πλάτ.
Middle Liddell
fut. ψω
1. to send besides or again, of messages, Hdt.
2. of the gods, to send upon or to, Hdt.; esp.by way of punishment, to send upon or against, let loose upon, Eur., Plat.
Léxico de magia
enviar oráculos, ref. a Hermes σὺ λέγῃ καὶ θεῖος Ὄνειρος, ἡμερινοὺς καὶ νυκτερινοὺς χρησμοὺς ἐπιπέμπων se te llama también divino Sueño, que envía oráculos diurnos y nocturnos P V 412 P VII 676
Lexicon Thucydideum
denuo mittere, to send again, 6.73.1,
similiter similarly 7.15.1.