μοχλοειδής
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
ές, like a lever, ξύλον Apollon.Cit.1.
Greek Monolingual
μοχλοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με μοχλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοχλός + -ειδής].