μολυβουργός
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
ὁ, = μολυβδουργός, POxy.135.8 (vi A.D.).
Greek Monolingual
μολυβουργός, ὁ (Μ)
βλ. μολυβδουργός.