ὑποτοπητέον
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
one must suspect, Ph.1.143.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτοπητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ὑποτοπέω, δεῖ ὑποτοπεῖν, ὑποπτεύειν, Φίλων 2. 14, Κλήμ. Ἀλεξ. σ. 232, 547, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 5, σ. 421D, κλπ.