θεοδαίμων
From LSJ
English (LSJ)
ονος, ὁ, inferior divinity, BCH22.350 (Amphipolis).
Greek Monolingual
θεοδαίμων, ό (Α)
υποδεέστερη θεότητα, μικρότερος θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + δαίμων.
Full diacritics: θεοδαίμων | Medium diacritics: θεοδαίμων | Low diacritics: θεοδαίμων | Capitals: ΘΕΟΔΑΙΜΩΝ |
Transliteration A: theodaímōn | Transliteration B: theodaimōn | Transliteration C: theodaimon | Beta Code: qeodai/mwn |
ονος, ὁ, inferior divinity, BCH22.350 (Amphipolis).
θεοδαίμων, ό (Α)
υποδεέστερη θεότητα, μικρότερος θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + δαίμων.