μεσαύλιον

Revision as of 04:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

τό, (αὐλός) piece of flute-music, played in the intervals of the choral song, Vit.Aesop.Oxy.2083.27, Eust.862.19:—hence μεσ-αυλικὰ κρούματα Aristid.Quint.1.11.

Greek (Liddell-Scott)

μεσαύλιον: τό, μέλος μουσικὸν δι’ αὐλοῦ παιζόμενον κατὰ τὰ διαλείμματα χορικοῦ ᾄσματος, Εὐστ. 862. 19· μεσαυλικὸν κροῦσμα ἐν Ἀριστείδ. Κοϊντιλιαν. σ. 26.

Greek Monolingual

μεσαύλιον, τὸ (Α)
μουσικό μέλος το οποίο παιζόταν με αυλό ανάμεσα στα χορικά άσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + αὐλός.