μυστηριώδης
English (LSJ)
μυστηριώδες, like mysteries, τελεταί Plu.2.10e, cf. 996b; διαπράττεσθαι τὰ μ. πράγματα (euphemism) Steph.in Hp.1.100 D.; of a remedy, Alex.Trall.1.15.
German (Pape)
[Seite 223] ες, mysterienartig, Plut. de esu carn. 1 E.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de nature mystérieuse.
Étymologie: μυστήριον.
Russian (Dvoretsky)
μυστηριώδης: тайный, таинственный (τελεταί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μυστηριώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς μυστήριον, μυστηριώδης, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 996Β.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ μυστηριώδης, -ῶδες) μυστήριον
ακατανόητος, ακατάληπτος
νεοελλ.
αυτός που ενεργεί ή γίνεται με μυστικό και απόκρυφο τρόπο («μυστηριώδεις συνεννοήσεις»)
αρχ.
(για φάρμακο) αυτό του οποίου η σύσταση τηρείται μυστική.
επίρρ...
μυστηριωδώς (Α μυστηριωδῶς)
με μυστηριώδη τρόπο.