σύμμιγα

Revision as of 12:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Adv. promiscuously with, c. dat., Hdt.6.58.

German (Pape)

[Seite 982] adv., gemischt, zugleich mit, τινί, Her. 6, 58.

French (Bailly abrégé)

adv.
confusément, pêle-mêle avec, τινι.
Étymologie: συμμίγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμμιγα [συμμείγνυμι] adv., gemengd, samen, met dat. met iem.

Russian (Dvoretsky)

σύμμῐγᾰ: adv. совместно, вместе (τισι ποιεῖν τι Her.).

Greek Monolingual

Α
επίρρ. μαζί με κάποιον, συμμίκτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ- του συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. -α].

Greek Monotonic

σύμμῐγᾰ: επίρρ., μαζί, ανάμεικτα με άλλους, ανάκατα, με δοτ., σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμῐγᾰ: Ἐπίρρ., συμμίκτως, μίγδην, ὁμοῦ μετά τινος, σύμμιγα τῇσι γυναικὶ κόπτονται Ἡρόδ. 6. 58.

Middle Liddell

promiscuously with others, c. dat., Hdt.