συμμίγνυμι

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμίγνυμι Medium diacritics: συμμίγνυμι Low diacritics: συμμίγνυμι Capitals: ΣΥΜΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: symmígnymi Transliteration B: symmignymi Transliteration C: symmignymi Beta Code: summi/gnumi

English (LSJ)

v. συμμείγνυμι.

German (Pape)

[Seite 982] seltener συμμιγνύω, wie συμμιγνύουσιν, συμμιγνύων, Xen. An. 4, 6, 24 (vgl. Krüger zur Stelle) Mem. 3, 14, 5; für συμμίγνυε Plat. Phil. 25 d ist Lesart der bessern mss. συμμίγνυ (vgl. μίγνυμι u. συμμίσγω); – vermischen, vereinigen; das activ. oft mit Auslassung des Objects, scheinbar intransitiv, gleichbedeutend mit dem passiv.; H. h. Merc. 83; bes. in Liebe u. von fleischlicher Vermischung im Beischlaf, θεοὺς γυναιξί, θεὰς ἀνθρώποις, H. h. Ven. 50. 52 u. 251, wie Her. τῇ πρῶτον συνεμίχθη, 4, 114; δούλη ἐὰν συμμίξῃ δούλῳ, Plat. Legg. XI, 930 b; περὶ τὸ ξυμμιγῆναι ἀλλήλοις, Conv. 207 b; – von feindlichem Zusammentreffen, Her. 1, 127, oft; τινὶ ἐς μάχην, 4, 127; τῇ ναυμαχίῃ, 1, 166; ξυμμίξαντες ἐναυμάχουν, Thuc. 1, 49, vgl. 2, 84. 8, 42; Xen. Cyr. 3, 3, 18 An. 4, 6, 24 u. sonst; ὁμόσε τοῖς πολεμίοις, Cyr. 7, 1, 26; τοῖς πολεμίοις χεῖρας, 2, 1, 11; – u. allgemein, τύχᾳ νιν συνέμιξε, Pind. P. 9, 72, er ließ ihn das Glück erlangen; βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν συμμῖξαι πρεπόντως, Ol. 3, 9; πῶς κεδνὰ τοῖς κακοῖσι συμμίξω; Aesch. Ag. 634; ἀνοσίοισι συμμιγεὶς ἀνδράσι, Spt. 593, verkehren mit ihnen, Umgang haben; so auch Ar. Eccl. 516; βιάζομαι γάμοισι Πρωτέως παιδὶ συμμῖξαι λέχος, Th. 890; auch Eur., σῶμα φλογμῷ πόσει συμμίξασα, Suppl. 1020; οὐρανὸς συμμεμιγμένος τῇ γῇ, Cycl. 574; συμμίξαντες τὰ στρατό πεδα, Her. 4, 114; κοινόν τι πρῆγμα συμμῖξαί τινι, Jem. eine gemeinschaftliche Angelegenheit mitteilen, 8, 58; ὕδατι συμμίξας καὶ συναρμόσας, Plat. Tim. 74 c; χρυσὸν ἐν τῇ γενέσει συνέμιξεν αὐτοῖς, Rep. III, 415 a; u. pass., ὅταν συμμιγνύηται ἁλμυρᾷ δυνάμει, Tim. 83 c; auch συμμιγνύμενα αὐτά τε πρὸς αὑτὰ καὶ πρὸς ἄλληλα, 57 d; συμμιχθὲν ἐκ τριῶν, 76 d; οὐδείς, τῷ κακὸν ἐξ ἀρχῆς γενο μένῳ οὐ συνεμίχθη, Niemand ist, dem nicht von Anfang an ein Unglück beigemischt wäre, Her. 7, 203; mit Jem. zusammenkommen, um mit ihm zu reden u. zu unterhandeln, συμμίξας τοῖσι Σαμίοισι, ἀνέπειθε, 6, 23; ἄγγελοι συμμίξαντες Γέλωνι, 7, 153; ἐθέλων συμμῖξαί σφι καὶ πυθέσθαι τὰς γνώμας, 8, 67; Eur. Hel. 324; Θεαιτήτῳ αὐτὸς συνέμιξα χθὲς διὰ λόγων, Plat. Polit. 258 a; ὡς ἀσμένως καὶ οἰκείως ἀλλήλοις συνέμιξαν οἱ πολῖται, Menex. 243 e; auch vom Handelsverkehr u. von Geschäften, ξυμμίξαντι ξυμβόλαια μετρίως, Legg. XII, 958 c; dem πλησιάζειν entsprechend, Xen. Cyr. 8, 1, 46; πρός τινα, 7, 4, 11, Folgde, wie Pol.

French (Bailly abrégé)

f. συμμίξω, att. συμμείξω, ao. συνέμιξα, pf. συμμέμιχα;
I. tr. mêler ensemble ou avec, d'où
1 unir, accoupler, acc.;
2 joindre, opérer la jonction de deux armées, de deux camps, etc. ; Pass. se mêler à, se déverser dans (un autre fleuve), τινι;
3 mettre en commun, communiquer : τί τινι qch à qqn;
II. intr. se mêler avec, d'où
1 s'associer à, prendre part à, τινι;
2 s'unir à, avoir commerce avec, τινι;
3 se réunir à, s'unir à : πρός τινα à qqn;
4 se rencontrer avec ; particul. s'aboucher pour une entrevue, un entretien : τινι avec qqn;
5 avoir des rapports avec, être lié avec, τινι;
6 en venir aux mains avec, τινι.
Étymologie: σύν, μίγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμμίγνυμι zie συμμείγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

συμμίγνῡμι: редко συμμιγνύω, эп.-ион. συμμίσγω (fut. συμμίξω, aor. συνέμιξα, pf. συμμέμῐχα)
1 смешивать, соединять, сочетать (τι καί τι HH, Pind. и τί τινι Her., Aesch., Eur., Plat.): συμμῖξαι τὰ στρατόπεδα Her. объединить свои лагери; ἐν ταὐτῷ συμμεμιγμένος Lys. слившийся воедино; ἐξ ἀμφοῖν συμμιχθείς или συμμισγόμενος Plat. представляющий собой сочетание обоих; συμμιγέντων τούτων πάντων Her. когда все это вместе произошло;
2 тж. pass. вступать в связь (γυναιξί HH; ἀλλήλοις Plat.): συμμίσγεσθαί τισι Her. завязывать сношения или общаться с кем-л.; κακῷ ἐσθλὸν οὐ συμμίγνυται Eur. с дурным честное не общается; ξ. συμβόλαια Plat. завязывать деловые сношения;
3 вступать в переговоры; κοινόν τι πρᾶγμα συμμῖξαί τινι Her. переговорить с кем-л. по одному общему делу; συμμῖξαι διὰ λόγων τινά Plat. побеседовать с кем-л.;
4 встречаться, сближаться, подходить (ἀλλήλοις Diod.; πρός τινα Xen., Arst.);
5 вступать в борьбу, схватываться (ἀλλήλοις Xen.): συμμισγόντων τῇ ναυμαχίῃ Her. вступив в морской бой.

Greek Monotonic

συμμίγνῡμι: ή σύμμείγνῦμι και -ύω, γʹ ενικ. προστ. συμμίγνυ· Επικ. και Ιων., ενεστ. συμμίσγω· μέλ. -μίξω — Μέσ., μέλ. -μίξομαι (επίσης με Παθ. σημασία),
I. 1. ανακατεύω μαζί, ανακατώνω, αναμειγνύω, σε Ομηρ. Ύμν.· αναμειγνύω κάτι με κάτι άλλο, τί τινι, σε Ηρόδ., Αττ.· με αιτ. μόνον, συμμίξαντες τὰ στρατόπεδα, έχοντας συνενώσει, συμπτήξει τα στρατόπεδα, σε Ηρόδ. — Παθ., λέγεται για ποταμό, αναμειγνύομαι, συνενώνονται τα νερά μου με τα νερά άλλου ποταμού, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ενώνω τις δυνάμεις μου, λέγεται για δύο στρατεύματα, σε Θουκ.· μεταφ., οὐδείς (ἐστι) τῷ κακὸν οὐ συνεμίχθη, δεν υπάρχει κανείς που να μην έχει τη δυστυχία ως συστατικό της φύσης του, σε Ηρόδ.· συμμιγέντων τούτων πάντων, όταν όλα αυτά συνέβησαν ταυτόχρονα, στον ίδ.
2. ενώνω, συνενώνω (λέγεται για σαρκική επαφή), σμίγω, συνευρίσκομαι ερωτικά, θεοὺς γυναιξί, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., συσχετίζομαι, έχω δοσοληψίες, με, με δοτ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.
3. μεταφ., συμμίγνυμί τινα τύχᾳ, κάνω κάποιον να συναντηθεί με την τύχη του, σε Πίνδ.· πρῆγμα συμμῖξαί τινι, κοινοποιώ ένα θέμα σε κάποιον, σε Ηρόδ.
II. αμτβ. στην Ενεργ.,
1. έχω σχέση με κάποιον, συσχετίζομαι ή επικοινωνώ, συναναστρέφομαι με άλλους, με δοτ., σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· συμμίγνυμι πρός τινα, σμίγω μ' αυτόν, σε Ξεν.· γενικά, συναντώ για συνομιλία ή εμπορική συνεργασία, σε Ηρόδ.· συμμίγνυμί τινι, συζητώ με κάποιον, στον ίδ., σε Ευρ.
2. με εχθρική σημασία, έρχομαι σε μάχη σώμα με σώμα, έρχομαι στα χέρια, σε συμπλοκή, τινι, με κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.
3. γενικά, συναντώ, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συμμίγνῡμι: Πλάτ., κλπ.˙ σπανιώτερον -ύω Ξεν. Ἀν. 4. 6, 24, κλπ.˙ προστ. συμμίγνυ Πλάτ. Φίληβ. 25D˙ ― Ἐπικ. καὶ Ἰων., ἐνεστ. συμμίσγω, ὡς ἀεὶ παρ’ Ὁμ., Θεόγν., Ἡροδ., ἐνίοτε παρ’ Ἀττικ. (Θουκ. 7. 6, Πλάτ. Νόμ. 678C, Φιλήβῳ 23C), καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις˙ ― μέλλ. -μίξω˙ πρκμ. -μέμῐχα Πολύβ. 38. 5, 5. ― Μέσ., μέλλ. -μίξομαι, μετὰ παθητ. σημασίας, Θέογν. 1245˙ χαλκὸς γὰρ χαλκῷ συμμίξεται. Χρησμὸς Βάκιδος παρ’ Ἡροδ. 8. 77. Μιγνύω ὁμοῦ, ἀναμιγνύω˙ τὸ ἐνεργ. πρῶτον ἐν Ὕμνῳ Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 81, εἰ καὶ τὸ παθητ. ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἰλ. (ἴδε κατωτ.)˙ ἐπὶ δύο πραγμάτων, ἀμφοτέρων κατ’ αἰτιατ., συμμίσγων μυρίκας καὶ μυρσινοειδέας ὄζους Ὕμν. Ὁμ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν ξυμμῖξαι Πινδ. Ο. 3. 12, κτλ.˙ ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ δοτ. πράγμ., τοῦτο... γάλακτι συμμίσγοντες Ἡρόδ. 4. 23˙ κεδνὰ τοῖς κακοῖσι συμμίξω; Αἰσχύλ. Ἀγ. 648, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 222, 224, Πλάτ. Πολ. 415Α, κτλ.˙ ἢ μετὰ μόνης αἰτ., ὀργὴν συμμίσγων, ἀναμιγνύων, προσθέτων, Θέογν. 214˙ συμμίξαντες τὰ στρατόπεδα σ., συνενώσαντες, Ἡρόδ. 4. 114˙ ἐς τωὐτὸ ῥέεθρον τὸ ὕδωρ συμμίσγοντες ὁ αὐτ. 7. 127˙ ― σπάνιον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, χρώματα συμμίξασθαι Πολυδ. Ζ΄, 128. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. (ἴδε ἀνωτ.), συναναμιγνύομαι, ἀνακατώνομαι, οὐδ’ ὅ γε (δηλ. ὁ ποταμὸς Τιταρήσιος) Πηνειῷ συμμίσγεται ἀργυροδίνῃ, ἀλλὰ τέ μιν καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ’ ἔλαιον Ἰλ. Β. 753˙ συμμίσγεται τῷ Ἴστρῳ Ἡρόδ. 4. 48˙ σ. ὕδωρ καὶ πῦρ Θέογν. 1245˙ θαλίαισι σ. νέκταρ Σαπφὼ 6˙ οὐρανὸς σ. τῇ γῇ Εὐρ. Κύκλ. 578˙ ἀπὸ πλείστων Ἱππ. π. Ἀέρ. 285˙ τινι ἢ πρός τι Πλάτ. Τίμ. 83C, 57D˙ συνάπτω, συγχωνεύω δυνάμεις, ἐπὶ δύο στρατευμάτων ἑνουμένων εἰς ἕν, Θουκ. 2. 31˙ ― σχηματίζομαι δι’ ἑνώσεως, ἀντίθετον τῷ διακρίνομαι, ὅρος ᾧ ἐχρήσατο ὁ Ἀναξαγ.˙ ἐξ ἀμφοῖν συμμιχθεὶς Πλάτ. Φίληβ. 22Α, πρβλ. 23C˙ ― μεταφ., οὐδεὶς [ἐστι] τῷ κακὸν οὐ συνεμίχθη, οὐδεὶς ὑπάρχει, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ μὴ εἶναι ἀναμεμιγμένον τὸ κακὸν ὡς μέρος τῆς φύσεως αὐτοῦ, Ἡρόδ. 7. 203˙ πρβλ. συγκεράννυμι˙ συμμεμιγμένος παιάν, ἐπὶ Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων, Λυσίας 194. 16 συμμιγέντων τούτων πάντων, ὅτε πάντα ταῦτα συνέβησαν ὁμοῦ, Ἡρόδ. 8. 38. 2) συνενώνω τινά τινι (πρὸς σαρκικὴν μῖξιν), ὥς ῥα θεοὺς συνέμιξε καταθνητῇσι γυναιξὶ Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀφρ. 50˙ ὥς τε θεὰς συνέμιξε καταθνητοῖς ἀνθρώποις αὐτόθι 52, πρβλ. 250˙ οὕτω, λέχος τινὶ συμμ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 891, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 222, 224. ― Παθ., συμμιχθῆναι γυναικὶ Ἡρόδ. 4. 114˙ ξυμμιγῆναι ἀλλήλοις Πλάτ. Συμπ. 207Β˙ ὅταν... συμμιχθῆτον εἰς ταὐτὸν δύο Εὐρ. Ἀποσπ. 890. 11˙ Ἔρως ξυνέμιξεν ἅπαντα. ξυμμιγνυμένων δ’ ἑτέρων ἑτέροις γένετ’ οὐρανὸς Ἀριστοφ. Ὄρν. 700. 3) συσχετίζομαι, Ἡρόδ. 6. 138˙ ἀνοσίοισι συμμιγείς, ἀναμιχθείς, σχετισθεὶς πρὸς ἀνοσίους, Αἰσχύλ. Θήβ. 611, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1017. 4) μεταφ., καί νυν ἐν Πυθῶνί νιν ἀγαθέᾳ Καρνειάδα υἱὸς εὐθαλεῖ συνέμιξε τύχᾳ, ἤγαγεν εἰς ἀνθηρὰν τύχην, καταστήσας ἐπιφανῆ (δηλ. τὴν Κυρήνην), Πινδ. Π. 9. 128˙ χρῆμα δὲ συμμίξῃς μηδενὶ μηδ’ ὁτιοῦν σπουδαῖον, εἰς μηδένα μὴ ἀνακοινώσῃς οἱονδήποτε σπουδαῖον πρᾶγμα, Θέογν. 64˙ κοινόν τι πρῆγμα συμμῖξαί τινι, ἀνακοινῶσαί τινι πρᾶγμα κοινῆς φροντίδος, Ἡρόδ. 8. 58˙ συμ. συμβόλαια, συνάπτω ἀμοιβαίας συμφωνίας, Πλάτ. Νόμ. 958C. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργητ. ἐν τῇ αὐτῇ καὶ τὸ παθητ. σημασίᾳ, ἔχω σχέσεις μετά τινος, συγκοινωνῶ μετά τινος, κἀκοῖσι, ἀγαθοῖς Θέογν. 36. 1165, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 151, κτλ.˙ πονηροῖς ἀνθρώποις Δημ. 885. 8˙ σ. πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 7˙ ― καθόλου, συναντῶ πρὸς συνομιλίαν ἢ χάριν ἐμπορικῆς ἐργασίας Ἡρόδ. 2. 64., 4. 151., 6. 23, κτλ.˙ σ. τινι, ὁμιλῶ, διαλέγομαι μετά τινος, ὁ αὐτ. 1. 123, Εὐρ. Ἠλ. 324, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 516, καὶ Ξεν.˙ διὰ λόγων σ. τινι Πλάτ. Πολιτικ. 258Α˙ πρός τινα Ξεν. Κύρ. 7. 4, 11. 2) ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως ἢ συνουσίας, Ἡρόδ. 2. 64, Πλάτ. Συμπ. 207Β, Νόμ. 930D. 3) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, μάχομαι ἐκ τοῦ συστάδην, ἔρχομαι εἰς χεῖρας, συμπλέκομαι, τινι, πρός τινα, Ἡρόδ. 1. 127., 6. 14, Θουκ. 1. 49., 7. 6, κτλ.˙ ὡσαύτως, συμμ. τῇ ναυμαχίῃ Ἡρόδ. 1. 166˙ συμμ. τινι εἰς μάχην ὁ αὐτ. 4. 127, κτλ.˙ σ. ὁμόσε τινὶ Ξεν. Κύρ. 7. 1, 26˙ (πλῆρες: σ. χεῖράς τινι αὐτόθι 2. 1, 11)˙ ἐπὶ πλοίων, Θουκ. 2. 84˙ ἀπολ., 8. 104, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 24. 4) καθόλου, συναντῶ, εἰς τόπον αὐτόθι 6. 3, 24˙ πρὸς ἀλλήλας Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 8˙ ἀλλήλοις Διόδ. 2. 37.

Middle Liddell

and -ύω 3rd sg. imperat. συμμίγνυ epic and ionic, pres. συμμίσγω fut. -μίξω Mid., fut. -μίξομαι [Mid., fut. -μίξομαι also in pass. sense
I. to mix together, commingle, Hhymn.; to mix one thing with another, τί τινι Hdt., Attic; c. acc. only, συμμίξαντες τὰ στρατόπεδα having combined them, Hdt.:—Pass., of a river, to be mingled with another river, c. dat., Il.: to join forces, of two armies, Thuc.:—metaph., οὐδείς [ἐστι] τῷ κακὸν οὐ συνεμίχθη there is none who has not misery as an ingredient in his nature, Hdt.; συμμιγέντων τούτων πάντων when all these things happened together, Hdt.
2. to unite, θεοὺς γυναιξί Hhymn.:—Pass. to have intercourse with, c. dat., Hdt., Aesch.
3. metaph., ς. τινὰ τύχᾳ to make him acquainted with fortune, Pind.; πρῆγμα συμμῖξαί τινι to communicate a matter to another, Hdt.
II. intr. in Act. to have intercourse with, to associate or communicate with others, c. dat., Theogn., Hdt., etc.; ς. πρός τινα to join him, Xen.:—generally, to meet for conversation or traffic, Hdt.; ς. τινί to converse with, Hdt., Eur.
2. in hostile sense, to meet in close fight, come to blows, engage, τινί with one, Hdt., etc.
3. generally, to meet, Xen.

Lexicon Thucydideum

manus conserere, congredi, to join battle, engage, 1.49.1, 1.50.2, 1.62.3, 5.9.7, 5.65.3, 7.6.2, 8.25.4, 8.104.4,
coniungi (de exercitibus), to unite (of armies), 2.84.5, 3.110.1, 7.26.1,
PASS. idem, the same 2.31.1, 8.42.5, 8.103.1.