Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύμμιγα

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμῐγᾰ Medium diacritics: σύμμιγα Low diacritics: σύμμιγα Capitals: ΣΥΜΜΙΓΑ
Transliteration A: sýmmiga Transliteration B: symmiga Transliteration C: symmiga Beta Code: su/mmiga

English (LSJ)

Adv. promiscuously with, c. dat., Hdt.6.58.

German (Pape)

[Seite 982] adv., gemischt, zugleich mit, τινί, Her. 6, 58.

French (Bailly abrégé)

adv.
confusément, pêle-mêle avec, τινι.
Étymologie: συμμίγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμμιγα [συμμείγνυμι] adv., gemengd, samen, met dat. met iem.

Russian (Dvoretsky)

σύμμῐγᾰ: adv. совместно, вместе (τισι ποιεῖν τι Her.).

Greek Monolingual

Α
επίρρ. μαζί με κάποιον, συμμίκτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ- του συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. -α].

Greek Monotonic

σύμμῐγᾰ: επίρρ., μαζί, ανάμεικτα με άλλους, ανάκατα, με δοτ., σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμῐγᾰ: Ἐπίρρ., συμμίκτως, μίγδην, ὁμοῦ μετά τινος, σύμμιγα τῇσι γυναικὶ κόπτονται Ἡρόδ. 6. 58.

Middle Liddell

promiscuously with others, c. dat., Hdt.