διαπόνως
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
French (Bailly abrégé)
adv.
très péniblement.
Étymologie: διάπονος.
Russian (Dvoretsky)
διαπόνως: с трудом (δέχεσθαι τὰς μαθήσεις Plut.).
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
adv.
très péniblement.
Étymologie: διάπονος.
διαπόνως: с трудом (δέχεσθαι τὰς μαθήσεις Plut.).