διαπόνως
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
French (Bailly abrégé)
adv.
très péniblement.
Étymologie: διάπονος.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
διαπόνως: с трудом (δέχεσθαι τὰς μαθήσεις Plut.).