ὀξυθύμησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, passionateness, v.l. in Artem.4.69.
German (Pape)
[Seite 352] ἡ, das schnell Zornigwerden, Artemid. 4, 69.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠθύμησις: ἡ, ὀξυθυμία, ῥοπὴ εἰς ταχὺν θυμόν, Ἀρτεμίδ. 4. 69.
Greek Monolingual
ὀξυθύμησις, ἡ (Α) οξυθυμώ
(δ. ανάγν.) η ροπή σε ταχύ θυμό.