άθαφτος
Greek Monolingual
άθαπτος και άθαφτος, -η, -ο (Α ἄθαπτος, -ον) θάπτω
1. αυτός που δεν έχει ταφεί, ο άταφος
2. (για άψυχα) που δεν έχει καλυφθεί με χώμα
νεοελλ.
1. ακήδευτος
2. αυτός που δεν «θάφτηκε», δεν κακολογήθηκε
αρχ.
ο ανάξιος ταφής.
Translations
unburied
German: unbeerdigt, unbegraben; Greek: άταφος, άθαφτος, άθαπτος; Ancient Greek: ἄταφος, ἄθαπτος; Latin: insepultus, intumulatus; Manx: gyn oanluckey, neuoanluckit