κινναβάρινος

Revision as of 11:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

η, ον, like cinnabar, vermilion, Arist.HA501a30, Ath.9.390b, Ael.NA4.21.

German (Pape)

[Seite 1441] von der Farbe des κιννάβαρι; Arist. H. A. 2, 1 E.; Ath. IX, 390 b.

Russian (Dvoretsky)

κιννᾰβάρινος: цвета киновари, ярко-красный, алый (χρῶμα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κιννᾰβάρινος: -η, -ον, ὅμοιος πρὸς κιννάβαρι, ἐρυθρός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53, Ἀθήν. 390Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κινναβάρινος, -ίνη, -ον) κιννάβαρι
αυτός που έχει το χρώμα του κινναβάρεως, ο ερυθρός
νεοελλ.
ο βαμμένος με κιννάβαρι.