περαίας

Revision as of 11:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ου, ὁ, a kind of mullet (κεστρεύς) found beyond, i.e. at a distance from, the bank, opp. πρόσγειος, Arist.HA591a23.

German (Pape)

[Seite 562] ὁ, eine Art des Fisches κεστρεύς, mugil, Arist. H. A. 8, 2, eigtl. der sich jenseits des Ufers, fern vom Ufer aufhält, Gegensatz πρόσγειος.

Russian (Dvoretsky)

περαίας: ου ὁ кефаль Arst.

Greek (Liddell-Scott)

περαίας: -ου, ὁ, εἶδος κεστρέως, ὁ εὑρισκόμενος πέρα, δηλ. μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσγειος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 26.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, Α
είδος του ψαριού κεστρεύς το οποίο ζει πέρα από την ακτή, δηλαδή στα βαθιά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περαῖος + κατάλ. -ας].