σκυτώδης

Revision as of 12:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

σκυτώδες, like leather, Arist.HA622a21.

German (Pape)

[Seite 909] ες, lederartig, Arist. H. A. 9, 37.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτώδης: покрытый как бы кожей (Arst. - v.l. κητώδης).

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 24.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σκῡτος
όμοιος με δέρμα («oἱ δὲ ἄρρενες σκυτώδεις τε γιγνονται καὶ γλίσχροι», Αριστοτ.).