κητώδης
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
κητῶδες, of fish,
A cetaceous: τὰ κ. animals of the whale kind, Arist.Resp.476b13, cf. HA591b26; of coarse fishes (dogfish, etc.), Gal.6.728, Xenocr. ap. Orib.2.58.84, Alex.Trall.1.15.
II generally, monstrous, ἐλέφαντες καὶ ἄλλα ζῷα κ. D.S.2.54.
German (Pape)
[Seite 1435] ες, von der Art, der Größe der Seeungeheuer, großer Meerfisch, Arist. H. A. 8, 2; – übh. groß, ungeheuer, ἐλεφάντων ἀγέλας καὶ ἄλλα ζῷα κητώδη D. Sic. 2, 54.
Russian (Dvoretsky)
κητώδης:
1 китообразный: τὰ κητώδη (sc. ζῷα) Arst. китообразные, но тж. тюлени, дельфины и пр.;
2 чудовищный, огромный (ζῷα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
κητώδης: -ες, (εἶδος) ἐπὶ ἰχθύος, ὅμοιος πρὸς κῆτος· τὰ κητώδη, μεγάλοι ἰχθύες ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κητῶν, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 12, 1, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 4, κ. ἀλλ., πρβλ κῆτος 2. ΙΙ. καθόλου μέγας, ἐλέφαντες καὶ ἄλλα ζῷα κ. Διόδ. 2. 54.
Greek Monolingual
-ες (Α κητώδης, -ῶδες) κήτος
1. αυτός που μοιάζει με κήτος, κητοειδής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κητώδη
τάξη μεγαλόσωμων υδρόβιων θηλαστικών, με χαρακτηριστικούς αντιπροσώπους τα δελφίνια, τις φώκαινες και τις φάλαινες («οἱ δὲ σελαχώδεις καὶ δελφῖνες καὶ πάντες οἱ κητώδεις ὕπτιοι ἀναπίπτοντες λαμβάνουσι», Αριστοτ.)
αρχ.
πολύ μεγάλος, τεράστιος, τερατώδης («ἐλέφαντες καὶ ἄλλα ζῷα κητώδη», Διόδ.).