ονείρωξη

From LSJ
Revision as of 17:32, 11 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀνείρωξις, Μ και ὀνειρωξία) ονειρώττω
εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου, τις περισσότερες φορές σε συνδυασμό με όνειρα σεξουαλικού περιεχομένου
αρχ.
το να βλέπει κανείς όνειρα, ιδίως εφιαλτικά.

Translations

nocturnal emission

Arabic: اِحْتِلَام‎; Chinese Mandarin: 夢遺/梦遗, 遺精/遗精; Czech: poluce; Finnish: yöllinen siemensyöksy; German: Pollution; Greek: ονείρωξη; Ancient Greek: ἐξονείρωξις, ἐξονειριασμός, ἐξονειρωγμός, ὀνειρωγμός; Hebrew: קרי לילה‎; Hungarian: pollúció, éjszakai/spontán magömlés; Japanese: 夢精, 遺精; Lithuanian: poliucija; Maori: moetoa; Portuguese: polução noturna; Serbo-Croatian: polucija, mokri san; Slovak: mokrý sen, polúcia; Slovene: mokre sanje; Spanish: polución nocturna, emisión nocturna; Thai: ฝันเปียก; Turkish: ihtilam, gece boşalması, ıslak rüya