τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι → cause happiness to spring forth from the earth
ου (τό) :v. νυμφεῖος.
νυμφεῖον: τό (sc. δῶμα) брачный чертог Soph.
(see also: νυμφεῖος) bridal chamber