ἐξαφάνισις
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
German (Pape)
[Seite 874] ἡ, ἐξαφανισμός, ὁ, die Vernichtung, erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαφάνισις: ἀφάνισις, Νεκτ. Ὁμ. σ. 8, καὶ ἐξαφανισμός, ὁ, Νείλου Ἐπιστ. 99.