αιδοίος
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
Greek Monolingual
αἰδοῑος, -α, -ον (Α)
1. ο άξιος σεβασμού, σεβαστός, σεβάσμιος, σεμνός, χρηστός
2. (για ξένους και ικέτες) αυτός που είναι άξιος προστασίας
3. (για πράγματα, όπως το γέρας ή ο χρυσός) αξιοσέβαστος, πολύτιμος
4. ο πλήρης σεβασμού, σεμνός, δειλός, ντροπαλός
5. Αἰδοῑος Ζεύς, ο Δίας ως θεός του ελέους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰδόσ-ιος < αἰδώς.
ΠΑΡ. αιδοίο].