ροδόεις

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
1. φτειαγμένος με ρόδα ή από ρόδα («ῥοδόεντι δὲ χρῑεν ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που μοιάζει με ρόδο ή που θυμίζει ρόδο («ῥοδόεσσα χάρις», Ανθ. Παλ.)
3. αυτός που περιβάλλεται από ρόδα («ἐπὶ ῥοδόεντι Λυκόρμᾳ», Βακχ.)
4. εκείνος που έχει ρόδινο χρώμα («εἴρια ῥοδόεντα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -όεις. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή wodowe = ῥοδόεν].