ροδόεις

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
1. φτειαγμένος με ρόδα ή από ρόδα («ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που μοιάζει με ρόδο ή που θυμίζει ρόδο («ῥοδόεσσα χάρις», Ανθ. Παλ.)
3. αυτός που περιβάλλεται από ρόδα («ἐπὶ ῥοδόεντι Λυκόρμᾳ», Βακχ.)
4. εκείνος που έχει ρόδινο χρώμα («εἴρια ῥοδόεντα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -όεις. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή wodowe = ῥοδόεν].