Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρεβλότητα

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222

Greek Monolingual

η / στρεβλότης, -ητος, ΝΑ στρεβλός
1. η ιδιότητα του στρεβλού, το να είναι κανείς ή κάτι στραβό, συνεστραμμένο («καμπαῑς καὶ στρεβλότησι», Πλούτ.)
2. μτφ. α) δυστροπία
β) παραλογισμός.