Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
dor. c. ὑλήεις.
ὑλάεις: εσσα, εν, Δωρ. ἀντὶ ὑλήεις.
ὑλάεις: άεσσα, ᾶεν дор. = ὑλήεις.