ἀναπηγάζω
From LSJ
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
German (Pape)
[Seite 201] wie eine Quelle hervorsprudeln lassen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπηγάζω: μέλλ. -άσω, (πηγή) ἀναβλύζω, ἀναπέμπω ὕδωρ, Ἐπιφάν. - «ἀναπηγάζει, ἀναδίδωσιν» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
1 salir, brotar Τίγρις ... ἀναπηγάζει πάλιν Epiph.Const.Anc.58.
2 hacer salir μύρον θεῖον Rom.Mel.77.θʹ.6
•fig. enseñar, mostrar ἅπασιν ἀνεπήγασας διδάγματα θεῖα Rom.Mel.79.ηʹ.2.