ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
ταβλ. καταμήνιος.
καταμήνια -ων, τά [κατά, μήν] menstruatie. Hp.
καταμήνια: τά менструации Arst., Plut.